- συαγρευτής
- σῠαγρ-ευτής, οῦ, ὁ,A boar-hunter, Tz.H.7.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συαγρευτής — ὁ, Μ αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + αγρευτής (< «ἀγρεύω, κυνηγώ»)] … Dictionary of Greek